- καλοπροαίρετος
- bienveillant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλοπροαίρετος — η, ο (Μ καλοπροαίρετος, ον) αυτός που έχει καλή προαίρεση, τίμια πρόθεση, καλόγνωμος, καλότροπος νεοελλ. (για έργα, ενέργειες, εκδηλώσεις) αυτός που γίνεται από αγαθή προαίρεση («καλοπροαίρετη προσφορά»). επίρρ... καλοπροαίρετα με καλή πρόθεση,… … Dictionary of Greek
καλοπροαίρετος — η, ο επίρρ. α καλόγνωμος, καλότροπος, αυτός που έχει αγαθές προθέσεις: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοπροαίρετοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαθογνώμων — ἀγαθογνώμων, ο (Μ) αυτός που έχει αγαθή, καλή γνώμη, καλόγνωμος, καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + γνώμη] … Dictionary of Greek
αγαθοπροαίρετος — η, ο αυτός που έχει αγαθή προαίρεση, καλοπροαίρετος, καλότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + προαίρεση] … Dictionary of Greek
αγαθόφρων — ἀγαθόφρων, ον (Α) αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φρήν] … Dictionary of Greek
ευμενής — I (361; – 317 π.Χ.). Στρατηγός και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διακρίθηκε ως γραμματέας του Φιλίππου B’, αργότερα συνδέθηκε με φιλία και ανέλαβε την αρχιγραμματεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το έργο της σύνταξης των Βασιλικών Εφημερίδων. Μετά… … Dictionary of Greek
ευπροαίρετος — εὐπροαίρετος, ον (Α) αυτός που έχει καλή προαίρεση, ο καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ αιρετός (< προ αιρούμαι)] … Dictionary of Greek
ιλαρός — ή, και ά, ό (ΑΜ ἱλαρός, ά, όν) 1. χαρούμενος, εύθυμος 2. το ουδ. ως ουσ. το ιλαρό(ν) η ιλαρότητα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιλαρά εξανθηματικό μολυσματικό νόσημα που προκαλείται από διηθητό ιό μσν. καλοπροαίρετος αρχ. (για αίμα) αυτός που σφύζει 2 … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλόθελος — η, ο (Μ καλόθελος, ος και η, ο(ν) (για πρόσ.) καλοπροαίρετος, καλόγνωμος, καλής προθέσεως, αγαθός («πᾱσα ψυχή καλόθελη», Λίβ. και Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλοθελής] … Dictionary of Greek
σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… … Dictionary of Greek